αρπάχτης

αρπάχτης
ο (θηλ. αρπάχτρα) [αρπάζω]
αυτός που αρπάζει με τη βία ή με δόλο ξένα πράγματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρπάχτης — ο θηλ. αρπάχτρα αυτός που συνηθίζει να αρπάζει, ο κλέφτης· το θηλ. λέγεται συνήθως και για το αρσενικό: Δεν ξέρεις τι αρπάχτρα είναι αυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”